Η προεκλαμψία είναι μια διαταραχή της εγκυμοσύνης που εμφανίζεται στο 2ο μισό της (μετά τις 20 εβδομάδες). Χαρακτηρίζεται απο αυξημένη αρτηριακή πίεση, λευκωματουρία και τις περισσότερες φορές απο οιδήματα (πρήξιμο) κυρίως των άκρων και του προσώπου. Είναι συστηματική νόσος που εμπλέκει πολλά απο τα όργανα της μητέρας και επηρεάζει σημαντικά και το έμβρυο. Σε σοβαρές περιπτώσεις είναι απειλητική για τη ζωή του εμβρύου και είναι δυνατόν να συνοδεύεται απο σοβαρές επιπλοκές για τη μητέρα.
Ο έλεγχος (screening) για προεκλαμψία γίνεται μαζί με το υπερηχογράφημα του 1ου τριμήνου (11 – 13+6 εβδομάδες). Εκτιμάται ο κίνδυνος για την εμφάνιση σοβαρής προεκλαμψίας πριν απο τις 34 εβδομάδες της κύησης. Περιλαμβάνει υπερηχογραφικούς δείκτες (μέτρηση Doppler μητριαίων αρτηριών), βιομετρικούς δείκτες απο τη μητέρα (αρτηριακή πίεση, δείκτης μάζας σώματος), ατομικό ιστορικό της μητέρας (εθνοτική ομάδα, κάπνισμα, χρόνιες παθήσεις, οικογενειακό ιστορικό προεκλαμψίας) και βιοχημικούς δείκτες (PAPP-A, PlGF). Η ανεύρεση αυξημένου κινδύνου αντιμετωπίζεται με τη χορήγηση ασπιρίνης καθημερινά. Η χορήγηση ασπιρίνης μειώνει την πιθανότητα εμφάνισης ή τη σοβαρότητα της προεκλαμψίας.
Η προεκλαμψία σχετίζεται με διαταραχές της εμφύτευσης και της αγγειογέννεσης του πλακούντα. Έτσι αγγειογενετικοί παράγοντες όπως ο PlGF ανευρίσκονται σε μειωμένη συγκέντρωση. Αποτέλεσμα είναι η δυσλειτουργία του ενδοθηλίου των αγγείων του πλακούντα και η αυξημένη πηκτικότητα των αιμοπεταλίων ειδικά στα μικρά αγγεία του πλακούντα. Η χορήγηση ασπιρίνης είναι αποτελεματική κυρίως λόγω της αντιαιμοπεταλιακής της δράσης.