Select Page

Εβδομάδα 8-10

Επανάληψη του υπερηχογραφήματος για επιβεβαίωση της ομαλής εξέλιξης της κύησης, καθώς η πλειοψηφία των αποβολών του 1ου τριμήνου συμβαίνει μέχρι την 10η εβδομάδα. Επίσης στο διάστημα αυτό θα πρέπει να γίνουν οι αρχικές εξετάσεις προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η εγκυμοσύνη σας ξεκινάει με τις καλύτερες προϋποθέσεις.

Ο γιατρός σας θα σας ενημερώσει για το είδος των εξετάσεων που θα πρέπει να κάνετε. Ενδεικτικά αναφέρουμε:

  • Γενική αίματος: Η γενική αίματος μας δείχνει αν έχετε αναιμία (χαμηλός αιματοκρίτης και αιμοσφαιρίνη), ώστε να δοθεί η κατάλληλη αγωγή και να διορθωθεί η κατάσταση. Κκαλό θα ήταν να γίνει πριν την σύλληψη, εάν πρόκειται για προγραμματισμένη εγκυμοσύνη. Επίσης, μας δείχνει αν υπάρχει κάποιο πρόβλημα με τα αιμοπετάλια (θρομβοπενία – πήξη του αίματος).
  • Ομάδα αίματος και Rhesus: Η γνώση της ομάδας αίματος της μητέρας αλλά και του παράγοντα Rhesus αποτελούν εξαιρετικά χρήσιμη πληροφορία για την περαιτέρω παρακολούθηση μιας κύησης. Σε Rhesus αρνητικές μητέρες είναι απαραίτητη η παρακολούθηση του τίτλου των αντισωμάτων έναντι του παράγοντα Rhesus, μέσω της εξέτασης που λέγεται έμμεση Coombs, καθώς πιθανή ευαισθητοποίηση της μητέρας μπορεί να επιφέρει σημαντικές επιπτώσεις στην υγεία του εμβρύου, αλλά και στην έκβαση μελλοντικών κυήσεων. Στις Rhesus αρνητικές μητέρες με αρνητική έμμεση Coombs, θα χρειαστεί επίσης να χορηγηθεί κατά την διάρκεια της κύησης (στις 28 και 34 εβδομάδες περίπου) ανοσοπροφύλαξη με αντι-D υπεράνοση σφαιρίνη. Μετά τον τοκετό γίνεται έλεγχος ομάδας αίματος/Rhesus του νεογνού και επαναλαμβάνεται εντός 24-48 ωρών εαν το νεογνό είναι Rhesus θετικό.
  • Εξετάσεις πηκτικότητας (PT, APTT, INR): Οι φυσιολογικές τιμές των εξετάσεων αυτών αποκλείουν κάποιες μορφές παθήσεων με διαταραγμένη πηκτικότητα της μητέρας.
  • Γενική εξέταση ούρων και καλλιέργεια ούρων: Πραγματοποιούνται προκειμένου να ανιχνευθεί εγκαίρως κάποια λοίμωξη του ουροποιητικού και να χορηγηθεί η κατάλληλη αντιβιωτική αγωγή. Οι λοιμώξεις του ουροποιητικού αλλά και η ασυμπτωματική μικροβιουρία μπορεί να οδηγήσουν ακόμα και σε πρόωρο τοκετό.Βιοχημικές εξετάσεις αίματος (επίπεδα σακχάρου, ουρία, κρεατινίνη, ηπατική βιοχημία): Πραγματοποιούνται προκειμένου να αποκλειστεί η παρουσία κάποιας αδιάγνωστης έως τότε  παθολογικής κατάστασης της μητέρας.
  • Ηλεκτροφόρηση αιμοσφαιρίνης (Hb) και test δρεπάνωσης: Εξετάσεις απαραίτητες για την ανίχνευση του στίγματος της μεσογειακής αναιμίας και της δρεπανοκυτταρικής αναιμίας στους γονείς.
  • Αντισώματα έναντι της Ερυθράς (IgG-IgM): Πρόκειται για μια σπάνια πλέον νόσο, καθώς η πλειοψηφία του γενικού πληθυσμού έχει εμβολιασθεί κατά την παιδική ηλικία. Σε περίπτωση προσβολής  της εγκύου κατά το 1ο τρίμηνο της κύησης, ο ιός της ερυθράς μπορεί να προκαλέσει ανωμαλίες στο έμβρυο, όπως οφθαλμικές βλάβες, κώφωση, καρδιολογικές βλάβες και πνευματική καθυστέρηση. Εαν πρόκειται για προγραμματισμένη εγκυμοσύνη καλό θα ήταν η εξέταση να πραγματοποιηθεί πριν τη σύλληψη, ώστε εαν δεν υπάρχουν αντισώματα να προβεί η μέλλουσα μητέρα σε εμβολιασμό. Ο εμβολιασμός κατά τη διάρκεια της κύησης απαγορεύεται, ενώ η μπορείτε να μείνεται έγκυος 1 μήνα μετά τη χορήγηση του εμβολίου (περισσότερες πληροφορίες μπορείτα να βρείτε εδώ). Εαν δεν υπάρχουν αντισώματα η εξέταση επαναλαμβάνεται ανάλογα (συνήθως ανα 10 – 12 εβδομάδες).
  • Αντισώματα έναντι του Κυτταρομεγαλοϊού (CMV IgG-IgM): Πρόκειται για τη συχνότερη συγγενή λοίμωξη (0.5 – 1%). Η πρωτοπαθής μόλυνση της μητέρας κατά τη διάρκεια της κύησης καταλήγει σε λοίμωξη του εμβρύου σε ποσοστό 30-40%, ενώ το ποσοστό αυτό σε υποτροπή φθάνει μόλις το 1%. Η συντριπτική πλειοψηφία (85-90%) των νεογνών που έχουν μολυνθεί ενδομητρίως δεν παρουσιάζουν απολύτως κανένα σύμπτωμα μετά τον τοκετό. Απο τα ασυμπτωματικά αυτά νεογνά ένα μικρό μόνο ποσοστό (5-10%) θα εμφανίσουν αργότερα κάποιο πρόβλημα. Στις συχνότερες επιπλοκές περιλαμβάνονται η ηπατοσπηνομεγαλία, η χοριοαμφιβληστροειδοπάθεοα (οφθαλμική πάθηση), η κώφωση, η εγκεφαλοπάθεια και η διανοητική καθυστέρηση. Τα προβλήματα είναι συχνότερα και σοβαρότερα όσο νωρίτερα στην κύηση συμβεί η λοίμωξη (ειδικά στο 1ο τρίμηνο). Επομένως, η ανοσολογική επάρκεια της μητέρας έναντι του CMV επιβάλλεται να ελεγχθεί κατά τα αρχικά στάδια της κύησης. Εαν δεν υπάρχουν αντισώματα η εξέταση επαναλαμβάνεται ανάλογα (συνήθως ανα 10 – 12 εβδομάδες). Η μόλυνση της μητέρας δεν σημαίνει κατ’ανάγκη και προσβολή (μόλυνση) του εμβρύου.
  • Αντισώματα έναντι του Τοξοπλάσματος (Toxo IgG-IgM): Η τοξοπλάσμωση είναι μια από τις συχνότερες παρασιτικές παθήσεις. Παρόλο που κατά γενικό κανόνα είναι καλοήθης, η εκδήλωσή της κατά τη διάρκεια της κύησης μπορεί να αποδειχθεί σοβαρή λόγω του κινδύνου ανωμαλιών στο κεντρικό νευρικό σύστημα του εμβρύου. Η νόσος μεταδίδεται στην έγκυο είτε μέσω της κατανάλωσης επιμολυσμένων τροφών (μη επιμελώς καθαρισμένα λαχανικά και άψητο κρέας) είτε μετά από επαφή με μολυσμένη γάτα φορέα του τοξοπλάσματος. Αν η έγκυος προσβληθεί από τοξόπλασμα κατά το 1ο τρίμηνο της κύησης, αυτό μπορεί να οδηγήσει, σε περίπτωση μόλυνσης του εμβρύου, σε ενδομήτριο θάνατο ή σε γέννηση νεογνού με συγγενή τοξοπλάσμωση (υδροκεφαλία, κώφωση, τύφλωση, ψυχοκινητική καθυστέρηση). Η μόλυνση στο γ’ τρίμηνο οδηγεί στις περισσότερες περιπτώσεις στη γέννηση ασυμπτωματικού νεογνού ή νεογνού με χοριοαμφιβληστροειδοπάθεια. Σε περίπτωση επιβεβαιωμένης μόλυνσης χορηγούνται κατάλληλα αντιβιοτικά (συνήθως σπθραμυκίνη). Εαν δεν υπάρχουν αντισώματα η εξέταση επαναλαμβάνεται ανάλογα (συνήθως ανα 10 – 12 εβδομάδες).
  • Ορμόνες θυρεοειδούς (TSH, FT3): Οι θυρεοειδοπάθειες (υπέρ- ή υπό- θυρεοειδισμός) είναι συχνές στις γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας. Η εύρυθμη λειτουργία του θυρεοειδούς αδένα αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την φυσιολογική έκβαση μιας κύησης.
  • Ανίχνευση αντισωμάτων έναντι της Ηπατίτιδας B (HbsAg), της Ηπατίτιδας C (HCV), της Σύφιλης (VDRL) και του ιού HIV (HIV I-II)
  • Τεστ Παπανικολάου
  • Καλλιέργεια κολπικού υγρού
  • Κυστική Ίνωση (CFTR): η εξέταση περιλαμβάνει την ανάλυση ενδεχόμενων μεταλλάξεων του DNA της μητέρας στο γονίδιο CFTR. Θα πρέπει να τονίσουμε ότι ο κλασικός έλεγχος που συνήθως προσφέρεται αφορά τη μετάλλαξη ΔF508 (η συχνότερη στον Ελληνικό πληθυσμό) και αφορά μόνο το 55% των περιπτώσεων του γενικού πληθυσμού. Για τον πλήρη έλεγχο όλων των γνωστών μεταλλάξεων, απαιτείται μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και έχει μεγαλύτερο κόστος. Θα συζητήσετε με τον γιατρό σας τον έλεγχο που προτείνετε για την περίπτωσή σας.